- ψαροφαγία
- ητο να τρώει κανείς ψάρια: Αυτή τη βδομάδα το ρίξαμε στην ψαροφαγία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψαροφαγία — η, Ν [ψαροφάγος] ιχθυοφαγία … Dictionary of Greek
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
ιχθυοφαγία — η (Μ ἰχθυοφαγία) [ιχθυοφάγος] το να τρώει κάποιος ψάρια, ψαροφαγία … Dictionary of Greek